Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύπορος -η -ο [éfporos] Ε5 : που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση· ευκατάστατος, πλούσιος. ANT άπορος: Είναι ~. Εύπορη οικογένεια. Aνήκει στις εύπορες τάξεις. || (ως ουσ.) ο εύπορος: Aκριβά σχολεία, μόνο για παιδιά ευπόρων.
[λόγ. < αρχ. εὔπορος]