Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύπλαστος -η -ο [éfplastos] Ε5 : 1α.για υλικό που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα το επιθυμητό σχήμα με το πλάσιμο ή με άλλη παρόμοια κατεργασία: Ο πηλός είναι ~ / είναι εύπλαστο υλικό. ~ σαν το κερί. β. που είναι καλά σχηματισμένος: Εύπλαστο σώμα, καλλίγραμμο. 2. (μτφ.) που διαμορφώνεται εύκολα με τη διαπαιδαγώγηση: Ο χαρακτήρας των παιδιών είναι ~. Οι νέοι είναι εύπλαστοι. || (ως ουσ.) το εύπλαστο, η ιδιότητα του εύπλαστου: Tο εύπλαστο του υλικού / του χαρακτήρα.
[λόγ. < αρχ. εὔπλαστος]