Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύοσμος -η -ο [évozmos] Ε5 : (λόγ.) που έχει την ιδιότητα να αναδίδει πολύ ευχάριστη μυρωδιά, κυρίως για φυτά. ANT δύσοσμος: Εύοσμα άνθη. Εύοσμοι κήποι. || (ειρ., για κτ. δύσοσμο): Tα δημόσια ουρητήρια είναι συνήθως πολύ εύοσμα.
[λόγ. < αρχ. εὔοσμος]