Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύνοια η [évnia] Ο27 : ιδιαίτερο ενδιαφέρον για προστασία ή για υποστήριξη, που δείχνει απέναντι σε κπ. ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο ή μια ομάδα ανθρώπων που διαθέτει κάποια ισχύ. ANT δυσμένεια: Aνέβηκε στην κομματική ιεραρχία, γιατί είχε την ~ του αρχηγού. Οι δημαγωγοί χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να αποκτήσουν την ~ του πλήθους. Οι συνωμότες στρατηγοί προσπάθησαν να κερδίσουν την ~ του στρατού. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να δείχνει ~ σε κάποιον από τους μαθητές του, μεροληπτική προτίμηση. || H ~ της τύχης, η καλοτυχία.
[λόγ. < αρχ. εὔνοια & σημδ. γαλλ. faveur]
[Λεξικό Κριαρά]
- εύνοια η.
-
- Αγάπη· αφοσίωση:
- Το τεταπεινωμένον ημέτερον σκήπτρον εις τας υμών χείρας ανατίθημι, ίνα αυτό μετ’ ευνοίας φυλάξητε (Ψευδο-Σφρ. 42033).
[αρχ. ουσ. εύνοια. Η λ. και σήμ.]
- Αγάπη· αφοσίωση: