Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύλογος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύλογος, επίθ.
  • 1)
    • α) Δικαιολογημένος:
      • ήθελεν χάσει το δίκαιόν του, αν ουκ είχεν εύλογον αιτίαν (Ασσίζ. 33819
    • β) κανονικός:
      • ουκ έστιν εύλογος η μνηστεία (Ελλην. νόμ. 5269).
  • 2) Δίκαιος:
    • τούτο εστί το εύλογον, όλους τιμήν να δίδεις (Κομν., Διδασκ. Δ 100).

[αρχ. επίθ. εύλογος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύλογος -η -ο [évloγos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται λογικό, δικαιολογημένο: Tίθεται ένα εύλογο ερώτημα. Οι αντιδράσεις δεν προκλήθηκαν χωρίς λόγο, αντίθετα ήταν πολύ εύλογες. Εύλογη τιμή, όχι υπερβολική. Θεωρώ ότι είναι εύλογο να… εύλογα ΕΠIΡΡ: Όπως ~ υποστήριξε ο ομιλητής… (λόγ.) ευλόγως ΕΠIΡΡ: ~ αρνήθηκε να υπακούσει.

[λόγ. < αρχ. εὔλογος, εὐλόγως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες