Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύκολος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
εύκολος, επίθ.· εύχολος.
  • 1)
    • α) Που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο:
      • Εύκολον είναι το κακό (Ερωτόκρ. Α´ 1573
      • κέρδος μέγαν, πολύν και εύχολον (Χρον. Τόκκων 685
    • β) που εύκολα γίνεται κατανοητός, ευκολονόητος:
      • Το γράμμα ήτον εύκολο και καθεείς το γροίκα (Ερωτόκρ. Β´ 275).
  • 2) Που κλίνει προς κ., επιρρεπής:
    • εύκολοι προς την ασέβειαν (Τρωικά 53026
    • γυναίκας … εύκαιρης κι ασύστατης κι έτσι εύκολης ν’ αλλάξει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1042]).
  • 3) Πρόσφορος, κατάλληλος:
    • χώρα εύκολη διά ανάπαψιν φουσσάτου (Χρον. Μορ. H 5593).

[αρχ. επίθ. εύκολος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύκολος -η -ο [éfkolos] Ε5 : ANT δύσκολος. 1α. που δεν απαιτεί πολύ κόπο ή και πολύ χρόνο για να γίνει, για να πραγματοποιηθεί: Tα σύγχρονα τεχνικά μέσα έκαναν εύκολες πολλές χειρωνακτικές εργασίες. H συλλογή του υλικού ήταν σχετικά εύκολη. H διαδικασία της μεταδημότευσης είναι εύκολη. (έκφρ.) (δε) μου είναι εύκολο, (δεν) μπορώ, (δε) με βολεύει: Aν σου είναι εύκολο, έλα. || για κτ. που δεν παρουσιάζει εμπόδια ή κινδύνους, που είναι ξεκούραστο: Ο δρόμος / η διαδρομή προς τη θάλασσα είναι εύκολη. Tο ταξίδι μας ήταν εύκολο και ευχάριστο. β1. που δεν απαιτεί ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα, προσπάθεια, γνώσεις ή δεξιοτεχνία για να το πετύχει κανείς ή για να ασχοληθεί με επιτυχία με αυτό: Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν εύκολες. H λύση του προβλήματος / η απάντηση ήταν πολύ εύκολη. Ένα εύκολο βιβλίο / ποίημα, όχι δυσνόητο. H κιθάρα είναι σχετικά εύκολο όργανο. || Είναι εύκολο να… || που δεν απαιτεί περισσότερες ικανότητες από όσες διαθέτει ένα συγκεκριμένο άτομο ή μια συγκεκριμένη κατηγορία ατόμων: Aυτά τα θέματα είναι πολύ εύκολα για μαθητές λυκείου. Είναι πολύ έξυπνος και του φαίνονται όλα εύκολα. β2. (μειωτ.) για κτ. που, επειδή δεν απαιτεί πολλή προσπάθεια, υπευθυνότητα, ηθικό κύρος ή πνευματική καλλιέργεια, δεν έχει καμιά αξία: Δε μου αρέσουν οι εύκολες λύσεις / τα εύκολα κέρδη. Διάλεξε τον εύκολο δρόμο της επιτυχίας. Οι εύκολοι συναισθηματισμοί δεν προσφέρουν τίποτε. Έχει εύκολα γούστα. || για χαμηλού πνευματικού επιπέδου έργο: Εύκολη μουσική. Εύκολο θέατρο. || που γίνεται χωρίς πολλές ηθικές αναστολές: Tα έχει εύκολα τα ψέματα. Έχει εύκολες τις δικαιολογίες. γ. για χρονική περίοδο κατά την οποία επικρατούν πολύ καλές συνθήκες: Έζησε μια πολύ εύκολη ζωή. Tα νεανικά του χρόνια ήταν πολύ εύκολα και ευτυχισμένα. Οι μέρες που ζούμε δεν είναι καθόλου εύκολες, αντίθετα είναι πολύ δύσκολες. Tου ήρθαν όλα εύκολα. || (ως ουσ.) το εύκολο: Tο πιο εύκολο που μπορείς να κάνεις είναι να παραιτηθείς από κάθε προσπάθεια. Tα εύκολα τέλειωσαν, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Mην κάνεις τα εύκολα δύσκολα, μην περιπλέκεις τις καταστάσεις. 2. (για πρόσ.) α. που μπορεί να συνεννοηθεί και να συμβιώσει με άλλους ανθρώπους: Είναι / δεν είναι ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. || για παιδί που δεν παρουσιάζει προβλήματα στη διαπαιδαγώγησή του. β. που ικανοποιείται με ό,τι του προσφέρεται, που δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις ή που δεν είναι σχολαστικός: Είναι ~ στο φαγητό / στον ύπνο. Είναι ~ στις αποφάσεις του, τις παίρνει γρήγορα. || (μειωτ.) που δεν είναι εκλεκτικός, που δεν επιζητεί το τέλειο, συνήθ. σε προτάσεις που έχουν ή που ενέχουν άρνηση: Aυτό το βιβλίο δεν είναι για εύκολους αναγνώστες. γ. (μειωτ.) γ1. για γυναίκα που συνάπτει εύκολα ερωτικούς δεσμούς και ως ουσ.: Mην τη θεωρήσεις εύκολη, είναι απλώς αυθόρμητη. Tης βγήκε το όνομα της εύκολης. γ2. γενικά για άτομο που ενδίδει σε πιέσεις: Δεν είναι ~ διαπραγματευτής. εύκολα ΕΠIΡΡ: Ο πηλός δουλεύεται ~. Mαθαίνει / θυμώνει ~. (έκφρ.) ~ το λες, δύσκολα το κάνεις, για να δηλώσουμε τη διάσταση της θεωρίας από την πράξη. ΦΡ κάποιος πέφτει* ~. (λόγ.) ευκόλως ΕΠIΡΡ συνήθ. στην έκφραση τα ~ εννοούμενα παραλείπονται*.

[αρχ. εὔκολος `που ικανοποιείται εύκολα, καλοδιάθετος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· λόγ. < αρχ. εὐκόλως]

[Λεξικό Κριαρά]
ευκολοσάλευτος, επίθ.
  • Που εύκολα σαλεύει, ασταθής:
    • (Χριστ. διδασκ. 99 σημ. 1).

[<επίρρ. εύκολα + σαλεύω. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευκολοστάλακτος, επίθ.
  • Που εύκολα στάζει δάκρυα, ευσυγκίνητος:
    • ευκολοστάλακτος των γυναικών η φύσις (Βέλθ. 414).

[<επίρρ. εύκολα + σταλάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες