Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εύκολα, επίρρ.· εύχολα.
-
- α) Με ευκολία, χωρίς κόπο:
- εύκολα ευρέθη η αφορμή (Ερωτόκρ. Γ´ 725)·
- β) απερίσκεπτα, πρόχειρα:
- δεν παγαίνομεν εύκολα να χαθούμεν για να γελούσιν μετ’ εμάς (Ιστ. Βλαχ. 1012)·
- Περί κριτού ότι να μην αποφασίζει έτσι εύκολα (Βακτ. αρχιερ. 156).
[<επίθ. εύκολος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Με ευκολία, χωρίς κόπο: