Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εύθραυστος, επίθ.
-
- Που εύκολα «φθείρεται», αδύναμος:
- από αναμελείας του και της ευθραύστου φύσης (Παρασπ., Βάρν. C 148).
[αρχ. επίθ. εύθραυστος. Η λ. και σήμ.]
- Που εύκολα «φθείρεται», αδύναμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύθραυστος -η -ο [éfθrafstos] Ε5 : 1.(για στερεό σώμα) που σπάει εύκολα. ANT άθραυστος: Εύθραυστη πορσελάνη. Είναι εύθραυστο σαν τσόφλι αυγού / σαν γυαλί. Προσοχή! εύθραυστο (αντικείμενο). 2. (μτφ.) α. που εύκολα μπορεί να υποστεί βλάβη ή να πάψει να υπάρχει: Εύθραυστη υγεία / ευτυχία. Εύθραυστη ισορροπία. β. (για πρόσ.) που είναι ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος: Εύθραυστη γυναίκα.
[λόγ. < αρχ. εὔθραυστος]