Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύθικτος -η -ο [éfθiktos] Ε5 : (για πρόσ.) που θίγεται, προσβάλλεται εύκολα από τα λόγια ή γενικά τη συμπεριφορά των άλλων: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι τόσο ~ που θίγεται με το παραμικρό. || (επέκτ.) ευαίσθητος.
[λόγ. < αρχ. εὔθικτος `που αγγίζει στο σημείο, έξυπνος, γρήγορος΄ σημδ. αγγλ. touchy]