Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύηχος -η -ο [évixos] Ε5 : (για λέξη) που ηχεί ωραία, της οποίας ο συνδυασμός των φθόγγων προκαλεί ευχάριστο ακουστικό αίσθημα. ANT κακόηχος.
εύηχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὔηχος]