Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύελπις ο [évelpis] Ο γεν. εύελπη και ευέλπιδος, πληθ. ευέλπιδες, γεν. ευέλπιδων και ευελπίδων : ονομασία του μαθητή της σχολής αξιωματικών του στρατού ξηράς: H στολή του εύελπη. Ένας λόχος ευέλπιδων. Σχολή Ευελπίδων.
[λόγ. < αρχ. εὔελπις `γεμάτος ελπίδα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευελπιστώ [evelpistó] Ρ10.9α : ελπίζω ότι θα συμβεί, θα πραγματοποιηθεί κτ. καλό ή ευχάριστο: ~ ότι όλα θα πάνε καλά / ότι δε θα συμβεί κάτι δυσάρεστο. ~ ότι θα αποδεχτείτε την πρόσληψή μου. ~ για κτ., ελπίζω ότι θα έχει την επιθυμητή εξέλιξη: ~ για το μέλλον.
[λόγ. < μσν. ευελπιστώ < ελνστ. εὐελπιστ(ία) `ελπίδα, εμπιστοσύνη΄ -ώ]