Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύγλωττος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύγλωττος -η -ο [évγlotos] Ε5 : 1.που χαρακτηρίζεται από ευγλωττία, από ευφράδεια: Εύγλωττη ομιλία. || (για πρόσ.) που μιλάει ωραία και συνεπώς πειστικά: ~ ρήτορας / ομιλητής / δικηγόρος / πολιτικός. 2. (μτφ.) που είναι πολύ ενδεικτικός, σαφής: Εύγλωττη απόδειξη / μαρτυρία / χειρονομία. Tολμηρή ερωτική εκπομπή με τον αρκετά εύγλωττο τίτλο «Ροζ Iστορίες». εύγλωττα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) εὔγλωττος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες