Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εχινόκοκκος ο [exinókokos] Ο20α : (ζωολ., ιατρ.) είδος ταινίας που ζει παρασιτικά στα έντερα του σκύλου και που αναπτύσσεται, με τη μορφή της νύμφης, σε ορισμένα όργανα του ανθρώπου, όπου σχηματίζει κύστεις: Έπαθε εχινόκοκκο, εχινοκοκκίαση. Έχει εχινόκοκκο στο συκώτι / στον πνεύμονα.
[λόγ. < νλατ. echinococcus ή γαλλ. échinocoque < λατ. echin(us) < αρχ. ἐχῖν(ος) (δες εχίνος
11α) -ο- + αρχ. κόκκος]