Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εχινόδερμο το [exinóδermo] Ο40 : (ζωολ.) θαλάσσιος ασπόνδυλος ζωικός οργανισμός, με τραχύ ή αγκαθωτό περίβλημα που έχει συμμετρική ακτινωτή διάταξη: Ο αστερίας και ο αχινός ανήκουν στα εχινόδερμα.
[λόγ. < γαλλ. échinoderme < échino- < λατ. echin(us) < αρχ. ἐχῖνο(ς) (δες εχίνος
11α) -ο- + -derme < αρχ. δέρμ(α) -ον, ουδ. του -ος]