Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εχίνος ο — η· οχίνος.
-
- 1) Σκαντζόχοιρος:
- (Φυσιολ. (Zur.) XXVIII 318)·
- Αι εχίνοι μόρφωσιν σφαίρας έχουσιν και ολοκέντρια εισίν (αυτ. XXVIII 11)·
- (σε μεταφ.):
- (αυτ. XXXVIII 212).
[αρχ. ουσ. εχίνος]
- 1) Σκαντζόχοιρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εχίνος 1 ο [exínos] Ο18 : 1.(λόγ.) α. αχινός. β. σκαντζόχοιρος. 2. για κτ. που μοιάζει με την αγκαθωτή επιφάνεια του εχίνου, όπως: α. το τρίτο στομάχι των μηρυκαστικών. β. η θήκη του καρπού των κυπελλοφόρων φυτών. γ. αντιαρματικό που δεν επιτρέπει την προέλαση του εχθρικού στρατού.
[λόγ. < αρχ. ἐχῖνος (2γ: σημδ. αγγλ. hedgehog)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εχίνος 2 ο : (αρχιτ.) τμήμα του δωρικού κυρίως κιονοκράνου, ανάμεσα στον άβακα και στο υποτραχήλιο, που έχει στρογγυλή κάτοψη και καμπυλωτή ή κωνική περιφέρεια.
[λόγ. < ελνστ. ἐχῖνος (< αρχ. ἐχῖνος, δες εχίνος 1)]