Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφτακοσιοστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφτακοσιοστός -ή -ό [eftakosiostós] & επτακοσιοστός -ή -ό [eptakosio stós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εφτακόσια: Tον κατέταξαν στην εφτακοσιοστή θέση. Στο εφτακοσιοστό χιλιόμετρο. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το εφτακοσιοστό, το ένα από τα εφτακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εφτακοσιοστό.

[λόγ. < ελνστ. ἑπτακοσιοστός και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες