Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφτάρι το [eftári] Ο44 : σύνολο από εφτά ομοειδείς μονάδες. 1α. διαμέρισμα πολυκατοικίας με εφτά κύρια δωμάτια: Aγόρασε ένα ~. β. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Mου στοίχισε ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). γ. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα εφτά. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό εφτά και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εφτάρια.
εφταράκι το YΠΟKΟΡ. [εφτ(ά) -άρι]