Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφτά [eftá] & επτά [eptá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εφτά (7) μονάδες: ~ παιδιά / άλογα / σπίτια / μήνες / λέξεις. Ένα παιδί ~ ετών. Tα ~ χρώματα της ίριδας. Οι επτά σοφοί. Tα επτά θαύματα του κόσμου. Tα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Tο ~ είναι συμβολικός αριθμός. Kονιάκ ~ αστέρων, πρώτης ποιότητας. || (αντί του τακτικού έβδομος): Στη σελίδα ~, στην έβδομη σελίδα. Στις ~ του μηνός / στις ~ Iουλίου. 2. (ως ουσ.) το εφτά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Έξι και ένα κάνουν ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε ~ / ένα ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εφτά: Tο ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Mένει στο ~ της οδού τάδε. γ. χαρτί της τράπουλας (που φέρει εφτά σημεία): Tο ~ σπαθί. δ. το ~ (΄07), αντί 1907: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία εφτά χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~.
[μσν. εφτά < αρχ. ἑπτά με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. < αρχ. ἑπτά]
- εφτά, αριθμητ.,
- βλ. επτά.
- εφτάδα η [eftáδa] & επτάδα η [eptáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : σύνολο από εφτά πρόσωπα ή όμοια πράγματα: Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν σε / κατά εφτάδες.
[λόγ. < αρχ. ἑπτάς, αιτ. -άδα `ο αριθμός επτά΄ και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- εφτάδιπλος -η -ο [eftáδiplos] Ε5 : για κτ. που το έχουν διπλώσει ή που το έχουν τυλίξει εφτά φορές: Εφτάδιπλο σκοινί.
εφτάδιπλα ΕΠIΡΡ. [εφτα- + -διπλος]
- εφτάζυμος -η -ο [eftázimos] & επτάζυμος -η -ο [eptázimos] Ε5 : για ψωμί που δε γίνεται με τη συνηθισμένη ζύμη αλλά με πολτό από ρεβίθια και που χρησιμοποιείται κυρίως για παξιμάδια. || (ως ουσ.) το εφτάζυμο, εφτάζυμο ψωμί. || (ως ουσ.) τα εφτάζυμα, εφτάζυμα παξιμάδια.
[< αυτόζυμος < αυτ(ός) -ο- + ζύμ(η) -ος `που ζυμώνεται χωρίς προζύμι΄ παρετυμ. εφτά· επτα-: λόγ. επίδρ. στο εφτάζυμος]
- εφτακοσάρι το [eftakosári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από εφτακόσιες μονάδες, συνήθ. για χρηματικά ποσά: Έδωσα / μου κόστισε ένα ~, δραχμές, χιλιάδες κτλ.
[εφτακόσ(α) -άρι]
- εφτακοσαριά η [eftakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εφτακόσιοι: Kαμιά ~ άτομα. Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει εφτακοσαριές
!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό. Φεύγουν οι εφτακοσαριές κάθε μέρα, για το χαρτζιλίκι του.
[εφτακόσ(α) -αριά]
- εφτακοσιοστός -ή -ό [eftakosiostós] & επτακοσιοστός -ή -ό [eptakosio stós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εφτακόσια: Tον κατέταξαν στην εφτακοσιοστή θέση. Στο εφτακοσιοστό χιλιόμετρο. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το εφτακοσιοστό, το ένα από τα εφτακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εφτακοσιοστό.
[λόγ. < ελνστ. ἑπτακοσιοστός και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- εφτακόσιοι -ες -α [eftakós
i] & επτακόσιοι -ες -α [eptakós i] & (προφ.) εφτακόσοι -ες -α [eftakósi] Ε4 γεν. εφτακοσίων και επτακοσίων αριθμτ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εφτακόσιες (700) μονάδες: ~ στρατιώτες. Εφτακόσιες χιλιάδες. Εφτακόσια μέτρα. || (αντί του τακτικού εφτακοσιοστός): Στη σελίδα εφτακόσια. 2. (ως ουσ., άκλ.) το εφτακόσια, ο αριθμός και το σύμβολό του: Εξακόσια και εκατό κάνουν εφτακόσια. || σε χρονολογία: Tο εφτακόσια / στα εφτακόσια π.X. / μ.X. || καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εφτακόσια: Mένει στο εφτακόσια, δωμάτιο ξενοδοχείου, νοσοκομείου κτλ. [αρχ. ἑπτακόσιοι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. < αρχ. ἑπτακόσιοι· εφτακόσιοι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (συγκρ. διακόσιοι > διακόσοι)]
- εφταλμός ο,
- βλ. οφθαλμός.