Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφοδιασμός ο [efoδiazmós] Ο17 : η ενέργεια του εφοδιάζω, η παροχή, η προμήθεια των υλικών μέσων που είναι απαραίτητα για να συντηρηθούν άνθρωποι ή ζώα, για να λειτουργήσει ή για να γίνει κτ.: Πρέπει να εξασφαλιστεί ο ~ της αγοράς με λαχανικά / της πόλης με φαρμακευτικό υλικό. Εταιρείες που αναλαμβάνουν τον εφοδιασμό των πλοίων. Ο ~ των σχολείων με εποπτικά όργανα είναι ανεπαρκής. || (στρατ.) η διαδικασία εξασφάλισης των υλικών αναγκών του στρατού: Επαρκής / ανεπαρκής ~. Σώμα Εφοδιασμού και Mεταφορών, υπηρεσία του στρατού ξηράς που εφοδιάζει το στρατό με τρόφιμα, καύσιμα κτλ.
[λόγ. < ελνστ. ἐφοδιασμός]