Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφιστώ [efistó] Ρ10.1α αόρ. επέστησα, απαρέμφ. επιστήσει : μόνο στην εκφορά ~ την προσοχή κάποιου σε κτ., κάνω κπ. να προσέξει κτ., να δώσει σημασία σε κτ.: Tου επέστησα την προσοχή στις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει. Θα ήθελα να σου επιστήσω την προσοχή σε δύο σημεία του κειμένου.
[λόγ. < ελνστ. ἐφιστῶ `κεντρίζω την προσοχή΄ (αρχ. ἐφίστημι `τοποθετώ΄)]