Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφησυχάζω [efisixázo] Ρ2.1α μππ. εφησυχασμένος : δεν ανησυχώ για την ενδεχόμενη κακή εξέλιξη μιας υπόθεσης, με συνέπεια να παραμένω αδρανής αντί να δραστηριοποιούμαι, για να προλάβω ή για να αντιμετωπίσω κτ. δυσάρεστο: Bασίστηκαν στις διαβεβαιώσεις του και εφησύχασαν, ενώ θα έπρεπε να είχαν λάβει εγκαίρως τα μέτρα τους. Ο εφησυχασμένος πολίτης δεν είναι καλός πολίτης. || κάνω κπ. να εφησυχάσει.
[λόγ. < ελνστ. ἐφησυχάζω `παραμένω ήσυχος΄]