Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφημερία η [efimería] Ο25 : 1α.(για γιατρό ή νοσηλευτή) υπηρεσία ορισμένων ωρών, εκτός από εκείνες που προβλέπει το κανονικό ωράριο: Ο γιατρός έχει ~. Kάνει πέντε εφημερίες το μήνα, πέντε ημέρες εφημερίας. β. (για νοσηλευτικό ίδρυμα) συνεχής λειτουργία, για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών. 2. χρόνος υπηρεσίας ενός κληρικού στο ναό, που διαρκεί συνήθ. μία εβδομάδα.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερία `ημερήσια υπηρεσία των ιερέων στο ναό΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφημεριακός -ή -ό [efimeriakós] Ε1 : που έχει σχέση με τον εφημέριο: ~ κλήρος.
[λόγ. εφημέρι(ος) -ακός]