Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφηβικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφηβικός -ή -ό [efivikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον έφηβο ή με την εφηβεία, που ανήκει στον έφηβο ή που ταιριάζει σε αυτόν: Εφηβική ηλικία, εφηβεία. Εφηβικό σώμα. Εφηβικά προβλήματα. Εφηβικό ντύσιμο. Εφηβικά ρούχα, για εφήβους. Εφηβική ομάδα, που αποτελείται από εφήβους. || (επέκτ.) νεανικός: Tο σώμα της διατηρείται ακόμη εφηβικό. Έχει εφηβική ευκινησία / ζωντάνια / ψυχή. εφηβικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐφηβικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες