Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφευρίσκω [efevrísko] -ομαι Ρ αόρ. εφεύρα, απαρέμφ. εφεύρει, παθ. αόρ. εφευρέθηκα, απαρέμφ. εφευρεθεί : 1.επινοώ ένα νέο, πρωτότυπο τεχνικό όργανο ή μια νέα μέθοδο παραγωγής, κάνω εφεύρεση: Ο Nόμπελ εφεύρε τη δυναμίτιδα. Ο τροχός εφευρέθηκε από τον προϊστορικό άνθρωπο. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. 2α. έχω πρωτότυπες πρακτικές ιδέες για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων: H μητέρα εφευρίσκει πάντα τρόπους για να ευχαριστήσει τα παιδιά της. β. βρίσκω, επινοώ δικαιολογίες ή τεχνάσματα για να αποφύγω ή για να πετύχω κτ.: Kαι τι δεν εφευρίσκει (το μυαλό του), για να μην πάει στο σχολείο, μηχανεύεται.
[λόγ. < αρχ. ἐφευρίσκω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εφευρίσκω.
-
- 1) Βρίσκω:
- (Ερμον. Δ 164), (Καλλίμ. 2560).
- 2) Ανακαλύπτω· επινοώ:
- (Κορων., Μπούας 60), (Καλλίμ. 2262), (Δούκ. 5327).
[αρχ. εφευρίσκω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βρίσκω: