Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφεξής [efeksís] επίρρ. : 1.(λόγ.) α. (τοπ.) για κτ. που ακολουθεί μια συνεχή σειρά, που διαδέχεται το ένα μετά το άλλο:
από τη σελίδα δέκα και ~. β. (χρον.) από τώρα / τότε και μετά συνεχώς, στο εξής: ~ θα ισχύουν οι νέες διατάξεις. 2. (μαθημ.) ~ γωνίες, που έχουν την κορυφή και μία πλευρά κοινή. ~ αριθμοί, που διαφέρουν κατά μία μονάδα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐφεξῆς· 2: σημδ. γαλλ. adjacent]
[Λεξικό Κριαρά]
- εφεξής, επίρρ.
-
- (Με άρθρο)
- α) (ως επίθ.) υπόλοιπος:
- τον εφεξής μας χρόνον (Καλλίμ. 2112)·
- β) (ως ουσ.) ο ακόλουθος:
- οι εφεξής της κόρης ήλθον εγγύς (Καλλίμ. 1996)·
- γ) έκφρ. εις το εφεξής = μετέπειτα, στο μέλλον:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1621).
- α) (ως επίθ.) υπόλοιπος:
[αρχ. επίρρ. εφεξής]
- (Με άρθρο)