Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφεκτικός -ή -ό [efektikós] Ε1 : που εκφράζει δισταγμό ή που διστάζει να πει ή να κάνει κτ., που είναι επιφυλακτικός, συγκρατημένος: Tήρησε / κράτησε εφεκτική στάση. Είναι πολύ ~, αποφεύγει να πάρει θέση στο ζήτημα. || Εφεκτικοί φιλόσοφοι, σκεπτικοί.
εφεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐφεκτικός]