Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφαρμοστός -ή -ό [efarmostós] Ε1 : 1.για ρούχα ή για παπούτσια που εφαρμόζουν απόλυτα στο σώμα, που δεν είναι φαρδιά ή χαλαρά: Φορούσε ένα εφαρμοστό φόρεμα που άφηνε να διαγράφονται οι γραμμές του σώματός της. Aυτά τα παπούτσια μού είναι πολύ εφαρμοστά, στενά. 2. (τεχν.) για μηχανικό στοιχείο που συνδέεται με εφαρμογή: ~ κοχλίας.
εφαρμοστά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εφαρμοσ- (εφαρμόζω) -τός μτφρδ. γαλλ. ajusté ή αγγλ. close-fitting]