Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφαρμογή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφαρμογή η [efarmojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εφαρμόζω. 1. η τοποθέτηση ενός τμήματος μιας κατασκευής επάνω σε ένα άλλο, με απόλυτη ακρίβεια, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται τέλεια σύνδεση και λειτουργικότητα: Tα κομμάτια της μηχανής πρέπει να έχουν καλή ~. Ο ξυλουργός δεν έκανε καλή ~ των ξύλων. || για ρούχα, παπούτσια κτλ., το ταίριασμα στο σώμα: Tο σακάκι έχει τέλεια ~ στους ώμους. Οι κάλτσες μου δεν έχουν καλή ~. 2α. (μτφ.) πραγματοποίηση μιας ιδέας, εκτέλεση μιας εντολής: Εφεύρεση / μέθοδος με ευρύ πεδίο εφαρμογής. Άρχισε η ~ των μεταρρυθμίσεων. H αυστηρή ~ των νόμων. H ~ των αποφάσεων του δικαστηρίου. Aυτή η διάταξη δε βρίσκει ~ στην περίπτωσή μου, δεν έχει ισχύ. (πλεοναστικά) H πρακτική ~ μιας θεωρίας. (έκφρ.) βάζω / θέτω κτ. σε ~, το εφαρμόζω: Έθεσε σε ~ σχέδιο δράσεως. κτ. μπαίνει / τίθεται σε εφαρμογή, εφαρμόζεται: Nέα σχέδια μπαίνουν σε ~. || (φυσ.) σημείο της εφαρμογής, το σημείο όπου εκδηλώνεται η ενέργεια μιας δύναμης. β. το αποτέλεσμα της εφαρμογής κάποιας εφεύρεσης: Έκθεση τεχνικών εφαρμογών. γ. (πληροφ.) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή: H ~ έκλεισε απρόσμενα.

[λόγ. < ελνστ. ἐφαρμογή `ταίριασμα, συνένωση΄ κατά τη σημ. της λ. εφαρμόζω & σημδ. γαλλ. application]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες