Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφαπτομένη η [efaptoméni] Ο30 γεν. πληθ. εφαπτομένων : (μαθημ.) ευθεία που εφάπτεται σε ένα μόνο σημείο της περιφέρειας κύκλου ή άλλης καμπύλης γραμμής, χωρίς να την τέμνει: ~ γωνίας / τόξου.
[λόγ. θηλ. μπε. του ρ. εφάπτομαι μτφρδ. γαλλ. tangente]