Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφέτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εφέτος, επίρρ.· εφέτο· οφέτος· φέτο.
  • Αυτή τη χρονιά, φέτος:
    • (Σκλάβ. 140), (Σπανός A 286).

[μτγν. επίρρ. εφέτος. Ο τ. οφ‑ και σήμ. κρητ. Ο τ. φέ‑ στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες