Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφάπαξ [efápaks] επίρρ. : για ποσό ή ποσότητα που δίνεται ή που χρησιμοποιείται μόνο μία φορά ή μόνο σε μία δόση: Ο φόρος θα καταβληθεί ~, με την υπογραφή των συμβολαίων. Tην εισφορά μπορείς να την πληρώσεις ~ ή με δόσεις. || (ως επίθ.): Kαταργήθηκε η ~ εισφορά για τα ακίνητα. ~ δόση τριών δισκίων. || (ως ουσ.) το εφάπαξ, βοήθημα που δίνεται σε υπάλληλο, αμέσως μόλις αποχωρήσει από την υπηρεσία του και συνταξιοδοτηθεί: Mε το ~ αγόρασε οικόπεδο. Δεν μπορείς να πάρεις δύο ~, από δύο ασφαλιστικά ταμεία.
[λόγ. < αρχ. ἐφάπαξ `μια για πάντα΄]