Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εφάμιλλος, επίθ.
-
- Ισάξιος·
- έκφρ. εξ εφαμίλλου = ισάξια:
- (Ψευδο-Σφρ. 31424).
- έκφρ. εξ εφαμίλλου = ισάξια:
[αρχ. επίθ. εφάμιλλος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ισάξιος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφάμιλλος -η -ο [efámilos] Ε5 : που όταν συγκριθεί με κπ. ή με κτ., υψηλού συνήθ. ποιοτικού επιπέδου, κρίνεται ισάξιος με αυτό(ν): Tα προϊόντα μας δεν είναι απλώς εφάμιλλα των ευρωπαϊκών, είναι απαράμιλλα. H κατάρτιση των Ελλήνων επιστημόνων είναι εφάμιλλη με εκείνη των Ευρωπαίων. Οι αθλητές μας είναι εφάμιλλοι με τους ξένους.
[λόγ. < αρχ. ἐφάμιλλος]