Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευωδιάζω [evoδjázo & evoδiázo] Ρ2.1α : για κτ. που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει: Tα λουλούδια ευωδιάζουν. Tην άνοιξη ευωδιάζει ο τόπος. Ευωδιάζουν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα. Tο σπίτι ευωδιάζει από τα φρεσκοψημένα γλυκά. || (μτφ.): Άνθρωπος που ευωδιάζει από την αγάπη και την ταπείνωση.
[ελνστ. εὐωδιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευωδιάζω.
-
- Αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 646).
[μτγν. ευωδιάζω. Η λ. και σήμ.]
- Αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά: