Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευωδιά
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευωδιά η [evoδjá] Ο24 & (λόγ.) ευωδία η [evoδía] Ο25 : 1.πολύ ευχάριστη μυρωδιά: H ~ των λουλουδιών. Tα τριαντάφυλλα έχουν μια ~! Οι ευωδιές της άνοιξης. || (ειρ.) δυσοσμία. 2. (μτφ.): Πνευματική ευωδία, η ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο περιβάλλον ανθρώπων με υψηλό πνευματικό και ηθικό επίπεδο.

[αρχ. εὐωδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. εὐωδία]

[Λεξικό Κριαρά]
ευωδία η.
  • 1) Γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά, άρωμα:
    • η ευωδία του νικά τους μόσχους της Συρίας (Κρασοπ. AO 80· Διγ. Z 2771).
  • 2) (Προκ. για θεϊκή προσφορά) ευλογία, χάρη:
    • Ω Κύριε, … όσοι σε κράζουν με καρδιάν δώσ’ των την ευωδίαν (Ρίμ. θαν. 30).

[αρχ. ουσ. ευωδία. Η λ. και τ. ιά σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευωδιάζω [evoδjázo & evoδiázo] Ρ2.1α : για κτ. που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει: Tα λουλούδια ευωδιάζουν. Tην άνοιξη ευωδιάζει ο τόπος. Ευωδιάζουν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα. Tο σπίτι ευωδιάζει από τα φρεσκοψημένα γλυκά. || (μτφ.): Άνθρωπος που ευωδιάζει από την αγάπη και την ταπείνωση.

[ελνστ. εὐωδιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ευωδιάζω.
  • Αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 646).

[μτγν. ευωδιάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευωδιαστός -ή -ό [evoδjastós] Ε1 : που ευωδιάζει· μυρωδάτος·: Ευωδιαστοί κήποι. Ευωδιαστά λουλούδια. Ευωδιαστό ψωμί.

[ευωδιασ- (ευωδιάζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες