Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχερής -ής -ές [efxerís] Ε10 : (λόγ.) που για να πραγματοποιηθεί δεν απαιτείται πολύς κόπος, μεγάλη ικανότητα ή πολλές γνώσεις· εύκολος1α. ANT δυσχερής: H διάβαση του ποταμού δεν ήταν ~. H λύση του προβλήματος είναι πολύ ~. Tο έργο που ανέλαβε δεν είναι ευχερές.
ευχερώς ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~ την αγγλική γλώσσα. [λόγ. < ελνστ. εὐχερής, αρχ. σημ.: `ανεκτικός στα δυσάρεστα΄· λόγ. < αρχ. εὐχερῶς]