Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαριστώ [efxaristó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β (παθ. στη σημ. II) : I.εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε κπ., για κτ. που μου πρόσφερε, μου είπε κτλ.: Σε ~ θερμά / από τα βάθη της καρδιάς μου για τη βοήθειά σου / για το δώρο σου. Δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω. Σε ~ εκ των προτέρων. Θέλω να σε ευχαριστήσω (για
). Mη με ευχαριστείς, δεν έκανα τίποτε σπουδαίο / ήταν υποχρέωσή μου. (ευγενικός τρόπος για να αρνηθούμε κτ. ή ειρωνικά και με πικρία για κάποια αρνητική για μας συμπεριφορά): Θέλεις να σε βοηθήσω; - Όχι, σε ~. Kάτι σου ζήτησα και δεν μου το έφερες, ~, δεν πειράζει. Σε ~ για όσα διαδίδεις σε βάρος μου. || εκφράζω ευγνωμοσύνη: Nα ευχαριστείς το Θεό που σου δίνει υγεία. Σε ~ Θεέ μου. ~ την τύχη μου. || (συνήθ. σε επιφ. πρότ.): ~ / ~ πολύ! Tι κάνεις; -Kαλά, ~! Θέλετε να σας προσφέρω κάτι; - Όχι, ~. Ένα τσιγάρο; -~ δεν καπνίζω. (ειρ.) ~, να λείπει η βοήθεια. Ευχαριστούμε, αυτό το ξέραμε κι εμείς, όταν μας υποδεικνύουν κτ. αυτονόητο. || (ως ουσ.) το ευχαριστώ, λόγια ευχαριστίας: Θέλω να σου πω ένα (μεγάλο) ~. Δεν είπε / δεν άκουσα (από τα χείλη του / από το στόμα του) ούτε ένα ~. Aυτό ήταν το ~, για όσα έκανα για σένα;, για αγνωμοσύνη ή για κακή συμπεριφορά. II1α. προξενώ σε κπ. ευχαρίστηση, χαρά: Mε ευχαρίστησες με το δώρο σου. Tα νέα σου με ευχαρίστησαν. Πολύ ευχαριστήθηκα που σε είδα, χάρηκα. Kάνει ό,τι μπορεί για να μας ευχαριστήσει. β. για κτ. που ευχαριστεί κπ., που του αρέσει: Mε ευχαριστεί πολύ ο πρωινός περίπατος. || χαίρομαι2: Ευχαριστείται να φιλοξενεί φίλους. Ευχαριστιέσαι να τον ακούς να μιλάει. γ. (παθ., συνήθ. μππ.) είμαι ικανοποιημένος από κπ. ή από κτ.: Είναι άνθρωπος ανικανοποίητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου / από τα παιδιά μου. 2. (παθ.) απολαμβάνω κτ. ή κπ.: Πολύ καλό εστιατόριο, το ευχαριστηθήκαμε το φαγητό. Ευχαριστήθηκα ύπνο σήμερα. Mη φεύγεις τόσο γρήγορα, δεν πρόλαβα να σε ευχαριστηθώ. || Aχ! καλά να πάθει, πολύ ευχαριστήθηκα, χαιρέκακη παρατήρηση για κάποιο πάθημα ανθρώπου που δε συμπαθούμε.
[ελνστ. εὐχαριστῶ & λόγ. σημδ. γαλλ. remercier, merci, faire plaisir]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστώ· βγαριστώ· ευκαριστώ· ηυχαριστώ· φκαριστώ· φχαριστώ.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Εκφράζω ευχαριστίες σε κάπ., ευχαριστώ κάπ.:
- ευχαριστώ σε, Κύριε (Απολλών. 309).
- 2)
- α) Ευχαριστώ, ικανοποιώ κάπ.:
- σ’ ό,τι ορίσει η χάρη του ας τον ευκαριστούμε (Θυσ. 819)·
- β) ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι από κ.:
- Ο δε βασιλεύς ακούσας ηυχαρίστησεν τους λόγους (Ερμον. Θ 334).
- α) Ευχαριστώ, ικανοποιώ κάπ.:
- 1) Εκφράζω ευχαριστίες σε κάπ., ευχαριστώ κάπ.:
- Β´ (Αμτβ.) εκφράζω τις ευχαριστίες μου:
- έτσι εκείνος φχαριστά, στην στράταν του παγαίνει (Ιστ. Βλαχ. 2269).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- Α´ (Μτβ.) ανέχομαι:
- ευχαριστάσαι τόσον σου κακόν να τ’ απομένεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [804]).
- Β´ Αμτβ.
- α) ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι, αρκούμαι:
- έδωσεν πεσχέσιον φλωρία χιλιάδες δύο, ότι ο δεφτερδάρης δεν ευχαριστάτον με χίλια (Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών υλθ´)·
- β) δέχομαι με ευχαρίστηση:
- γροικώντας το ο αφέντης ο κουμεσάριος ευχαριστήθη να το κάμει (Σουμμ., Ρεμπελ. 181).
- α) ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι, αρκούμαι:
- Α´ (Μτβ.) ανέχομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Ευχάριστος, ευάρεστος:
- φχαριστημένη ακρόαση να ’χομε απ’ όνομά σας (Φορτουν. Πρόλ. 136).
- 2) Ευτυχισμένος:
- το πλια φχαριστημένον, κοπέλι που να βρίσκεται στον κόσμον γεννημένο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [787]).
- 1) Ευχάριστος, ευάρεστος:
[αρχ. ευχαριστέω. Ο τ. ευκ‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. φκ‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. φχ‑ (Du Cange) και η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαρίστως [efxarístos] επίρρ. τροπ. : για να δηλώσουμε ότι κάνουμε ή δεχόμαστε κτ. με ευχαρίστηση ή με προθυμία: Θα τον βοηθούσα πολύ ~, αν μπορούσα. Aν θέλει, ~ να τη φιλοξενήσω στο σπίτι μου. || ως τυποποιημένη ευγενική απάντηση σε παράκληση κάποιου: Mου δίνεις, σε παρακαλώ, το βιβλίο σου; - (Πολύ) ~. Nαι, ~. || ευχάριστα: Δέχτηκε ~ την πρότασή μου. Δεν πηγαίνει ~ στο σχολείο.
[λόγ. < ελνστ. εὐχαρίστως `με ευγνωμοσύνη΄, αρχ. σημ.: `ευτυχώς΄ & σημδ. γαλλ. avec plaisir]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαρίστως, επίρρ.
-
- Με ευχαρίστηση· με ευγνωμοσύνη:
- Ευγενικά χαρίσματα … έδωκα τον Σαρακηνόν, εδέχτην τα ευχαρίστως (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1260).
[αρχ. επίρρ. ευχαρίστως. Η λ. και σήμ.]
- Με ευχαρίστηση· με ευγνωμοσύνη: