Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστημένα, επίρρ.· ευκαριστημένα· φκαριστημένα· φχαριστημένα.
-
- Με ευχαρίστηση, ικανοποίηση:
- θέλει πηαίνει ως πεθυμά, καλά, ευκαριστημένα (Φορτουν. Α´ 293).
[<μτχ.παρκ. του ευχαριστώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Με ευχαρίστηση, ικανοποίηση: