Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαριστία η [efxaristía] Ο25 : I.(συνήθ. πληθ.) έκφραση ευγνωμοσύνης: α. σε τυποποιημένες εκφράσεις, όταν θέλουμε να ευχαριστήσουμε κπ.: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. Δεχτείτε τις θερμές μου ευχαριστίες για τη συμπαράστασή σας / για τις ευχές σας κτλ. (Διαβίβασε) τις ευχαριστίες μου στον αδελφό σου. β. (εκκλ.) ευχαριστήρια προσευχή: Ύμνος ευχαριστίας προς το Θεό. Aναπέμπτω ευχαριστίες στο Θεό. II. (εκκλ.) Θεία Ευχαριστία, το μυστήριο που αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Λειτουργίας και κατά το οποίο μετουσιώνεται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και σε αίμα του Xριστού.
[λόγ.: Ι: αρχ. εὐχαριστία `ευγνωμοσύνη΄ & σημδ. γαλλ. remerciement· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστία η· ευκαριστία· ευκαριστιά· ευχαριστιά· φκαριστιά· φχαριστία· φχαριστιά.
-
- 1)
- α) Έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη, ευχαριστία:
- (Χειλά, Χρον. 353), (Φορτουν. Ε´ 90), (Κορων., Μπούας 152)·
- β) ευχαριστήρια προσφορά:
- εκεί το σφάζω (ενν. το κοπέλι) να καγεί, ευκαριστιά να δώσω (Θυσ. 735).
- α) Έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη, ευχαριστία:
- 2) Φρ. έχω ευκαριστία = χρωστώ χάρη σε κάπ., νιώθω ευγνωμοσύνη για κάπ.:
- (Φορτουν. Ε´ 274), (Μαχ. 24614).
- 3)
- α) Ευχαρίστηση, ικανοποίηση (υλική ή ηθική):
- κάμε να μάθου (ενν. τα παιδιά) γράμματα να ’χεις ευχαριστία (Φαλιέρ., Λόγ. 272· Στάθ. Α´ 270)·
- β) χαρά, απόλαυση:
- ήτουνα δοσμένον μ’ ευχαριστιάν της το φιλί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1497]).
- α) Ευχαρίστηση, ικανοποίηση (υλική ή ηθική):
- 4) (Εκκλ.)
- α) ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία:
- εποίκαν μεγάλην ευχαριστίαν εις τον Θεόν διά την πρώτην νίκην (Μαχ. 10622· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 442)·
- β) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας· η μετάληψη:
- (Ιστ. πατρ. 19210).
- α) ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία:
[αρχ. ουσ. ευχαριστία. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαριστιακός -ή -ό [efxaristiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την ευχαριστία προς το Θεό ή με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Ευχαριστιακή σύναξη των πιστών.
[λόγ. ευχαριστί(α) -ακός]