Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαρίστως [efxarístos] επίρρ. τροπ. : για να δηλώσουμε ότι κάνουμε ή δεχόμαστε κτ. με ευχαρίστηση ή με προθυμία: Θα τον βοηθούσα πολύ ~, αν μπορούσα. Aν θέλει, ~ να τη φιλοξενήσω στο σπίτι μου. || ως τυποποιημένη ευγενική απάντηση σε παράκληση κάποιου: Mου δίνεις, σε παρακαλώ, το βιβλίο σου; - (Πολύ) ~. Nαι, ~. || ευχάριστα: Δέχτηκε ~ την πρότασή μου. Δεν πηγαίνει ~ στο σχολείο.
[λόγ. < ελνστ. εὐχαρίστως `με ευγνωμοσύνη΄, αρχ. σημ.: `ευτυχώς΄ & σημδ. γαλλ. avec plaisir]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαρίστως, επίρρ.
-
- Με ευχαρίστηση· με ευγνωμοσύνη:
- Ευγενικά χαρίσματα … έδωκα τον Σαρακηνόν, εδέχτην τα ευχαρίστως (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1260).
[αρχ. επίρρ. ευχαρίστως. Η λ. και σήμ.]
- Με ευχαρίστηση· με ευγνωμοσύνη: