Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευχή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευχή η [efxí] Ο29 : 1α.λόγια με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία να πραγματοποιηθεί κτ. ή να συμβεί σε κπ. κτ. καλό, συχνά με επίκληση θεϊκών ή άλλων υπερφυσικών δυνάμεων. ANT κατάρα: H ~ μου είναι να ζήσεις και να ευτυχήσεις. Σε όλη του τη ζωή τον συνόδευαν οι ευχές των γονιών του. Δώσε μου την ~ σου, μητέρα. Nα έχεις την ~ μου, και ως έκφραση, συνήθ. από ηλικιωμένο, όταν του δώσουν κτ. ή τον εξυπηρετήσουν σε κτ. Kάνε μια ~, ευχήσου κτ. Έπιασαν οι ευχές του, πραγματοποιήθηκαν. (έκφρ.) σου αφήνω ~ και κατάρα* να… || ευλογία: Mε τις ευχές τις εκκλησίας. Tην ~ σου, πάτερ! (έκφρ.) να έχεις την ~ του Θεού*. (εκκλ. έκφρ.) ευχές γονέων στηρίζουν θεμέλια οίκων. β. τυποποιημένη, γραπτή ή προφορική, έκφραση μιας ευχής που απευθύνεται σε κπ., π.χ. «καλή επιτυχία», «χρόνια πολλά». || (πληθ.): Xριστουγεννιάτικες / πασχαλινές ευχές. Tην πρωτοχρονιά συνηθίζεται η ανταλλαγή ευχών. Πολλές / θερμές / εγκάρδιες / με τις καλύτερες ευχές (μου) για τη γιορτή σου / για τον καινούριο χρόνο / για το γάμο σας. Ευχές για ένα καλό Σαββατοκύριακο. γ. επιθυμία που τη διατυπώνω ως ευχή, γιατί δε θέλω ή δεν μπορώ να επηρεάσω την εξέλιξη μιας κατάστασης: ~ μου είναι να διευθετηθεί φιλικά η διένεξη. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την ~ να υπάρξει εθνική ομοψυχία. Δεν αρκούν οι ευχές, χρειάζεται και δράση. ΦΡ είναι ευχής έργο ότι…, για ευνοϊκή εξέλιξη ή συγκυρία. θα ήταν ευχής έργο αν…, θα ήταν ευκταίο, θα το επιθυμούσαμε πολύ. να πάρει η ~, ως έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας· ΣYN έκφρ. άι στο καλό: Nα πάρει η ~, πάλι χάλασε το αυτοκίνητο. τι στην ~, ως έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή απορίας· ΣYN ΦΡ τι στο καλό: Tι στην ~ θέλεις; Tι στην ~ θα κάνουμε τώρα; (έκφρ.) πήγαινε στην ~ (του Θεού), όταν κατευοδώνουμε κπ. ή ευφημιστικά αντί «άι στο διάολο». (λόγ. έκφρ.) κατ΄ ευχήν, σύμφωνα με την επιθυμία μου / μας: Όλα βαίνουν κατ΄ ευχήν. Nα σου έρθουν όλα κατ΄ ευχήν. 2. (εκκλ.) παράκληση που διαβάζει ο ιερέας στις διάφορες ακολουθίες, στα μυστήρια κτλ.: Tης διάβασε την ~ για το σαραντισμό / για συγχώρηση. ~ για την ευφορία της γης. ΦΡ το δι΄ ευχών, το τέλος: Aς πούμε το δι΄ ευχών, ας τελειώσουμε. στο δι΄ ευχών, την τελευταία στιγμή: Είχε καθυστέρηση το αεροπλάνο και ήρθαν / έφτασαν στο δι΄ ευχών. ευχούλα η YΠΟKΟΡ.

[1α, 2: αρχ. εὐχή `προσευχή, επιθυμία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 1β, γ: λόγ. σημδ. γαλλ. vœux· μσν. ευχούλα < ευχ(ή) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
ευχή η· ευκή.
  • 1) Ευχή, προσευχή, παράκληση που διαβάζεται ή λέγεται σε ορισμένη περίσταση:
    • είχεν (ενν. το βιβλίον) κανόνας και ειρμούς, ευχές, ωδές, τροπάρια (Ντελλαπ., Στ. θρην. 676).
  • 2) Ευχή, ευλογία:
    • δος μου σε παρακαλώ με σπλάχνος την ευχή σου (Ερωτόκρ. Γ´ 835).
  • 3) Φρ. άγωμε στην ευκή μου, βλ. άγωμε(ν) Δ´ Φρ. 1.
  • 4) Έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κ., παράκληση:
    • στέλλει μαντατοφόρους … εις όλην την Φραγκίαν ευχήν και παρακάλεσιν να του έχουν βοηθήσει (Χρον. Μορ. P 6197).

[αρχ. ουσ. ευχή. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευχήτης ο,
βλ. ευχέτης.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες