Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχέτης ο [efxétis] Ο10 : αυτός που εύχεται για κπ., μόνο στην εκκλησιαστική έκφραση διάπυρος προς Θεόν ~, έκφραση που χρησιμοποιείται σε εγκυκλίους ανώτερων κληρικών και που μπαίνει πριν από την υπογραφή τους.
[λόγ. < μσν. ευχέτης < αρχ. εὐχε(τῶμαι) επιτατ. του εὔχομαι -της]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχέτης ο· ευχήτης.
-
- Αυτός που δίνει ευχές, που προσεύχεται για κάπ.:
- μη χάσεις σου τον Πρόδρομον, τον κάλλιστον ευχέτην (Προδρ. I 274).
[<εύχομαι κατά τα ουσ. σε ‑έτης. Ο τ. τον 11. αι. (LBG). Η λ. τον 8.(;) αι. (Lampe· βλ. και LBG) και σήμ. εκκλ.]
- Αυτός που δίνει ευχές, που προσεύχεται για κάπ.: