Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχέρεια η [efxéria] Ο27 : ANT δυσχέρεια. 1. η ιδιότητα αυτού που μπορεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί εύκολα: H ~ της κατασκευής ενός έργου / της λύσης ενός προβλήματος. 2α. η δυνατότητα ή η ικανότητα που έχει κάποιος να κάνει ή να πετυχαίνει κτ. εύκολα: Έχει ~ κινήσεων, μπορεί να πάει όπου θέλει. Έχει ~ λόγου, ευφράδεια. Έχεις την ~ να διαλέξεις ό,τι θέλεις. Δεν έχει ~ εκλογής. Mιλάει με ~ δύο ξένες γλώσσες. Έλυσε τις ασκήσεις με αρκετή ~. Έχει μεγάλη ~ στη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. || (νομ.) διακριτική ~, η δυνατότητα που δίνει ο νόμος σε έναν υπάλληλο ή δικαστή να ενεργεί, σε περιπτώσεις που δεν προβλέπει ο νόμος, σύμφωνα με τη δική του κρίση και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. β. για κτ. που είναι διαθέσιμο, που υπάρχει σε αφθονία: Yπάρχει / έχω ~ χρημάτων / χρόνου. || (απόλ.) ανάλογα με τα συμφραζόμενα: (Δεν) έχει ~, χρημάτων, χρόνου, λόγου κτλ.
[λόγ. < ελνστ. εὐχέρεια, αρχ. σημ.: `άνεση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχέρεια η· ευχερεία.
-
- α) Δυνατότητα, ευκολία, άνεση:
- ουκ είχε γαρ ευχερείαν του μετακαλέσασθαι και τα της ανατολής φοσσάτα (Δούκ. 27130)·
- β) ευκαιρία:
- οι τον φθόνον τρέφοντες εύρον ευχέρειαν και καθοσίωσιν κατ’ αυτού πλάττουσιν (αυτ. 435).
[αρχ. ουσ. ευχέρεια. Η λ. και σήμ.]
- α) Δυνατότητα, ευκολία, άνεση: