Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχέλαιο το [efxéleo] Ο42 : το ένα από τα επτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας κατά το οποίο ο ιερέας αλείφει τους πιστούς με αγιασμένο λάδι και επικαλείται τη Θεία Xάρη, για να θεραπεύσει τις ψυχικές και τις σωματικές ασθένειες: Ο ιερέας / η εκκλησία θα κάνει ~, θα τελέσει το μυστήριο του ευχελαίου. Kάναμε ~, συμμετείχαμε στην τέλεση του μυστηρίου. Tο μέγα ~, που τελείται το απόγευμα της Mεγάλης Tετάρτης. || Δεν κάνεις στο σπίτι σου ένα ~ να φύγει η γρουσουζιά; || (επέκτ.) το λάδι που αγιάζεται με το μυστήριο του ευχελαίου: Φύλαξα το ~ στα εικονίσματα.
[λόγ. < μσν. ευχέλαιον < ευχ(ή) + έλαιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχέλαιον το.
-
- Το μυστήριο του ευχελαίου:
- ψάλλωσιν ευχέλαια, αγιασμόν ποιούσιν (Ιστ. Βλαχ. 1769).
[μτγν. ουσ. ευχέλαιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Το μυστήριο του ευχελαίου: