Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχάριστος, επίθ.
-
- ?Ευγνώμων:
- εις τες ευτυχίες να είμαστεν ευχάριστοι (Χριστ. διδασκ. 204).
- Το ουδ. ως ουσ. = αγαθή, καλή διάθεση:
- βλέπω το μακρόθυμον και το ευχάριστόν σου (Γλυκά, Στ. 394).
[αρχ. επίθ. ευχάριστος. Η λ. και σήμ.]
- ?Ευγνώμων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχάριστος -η -ο [efxáristos] Ε5 : ANT δυσάρεστος. α. για κτ. που δημιουργεί καλή ψυχική διάθεση, συναισθήματα χαράς, ικανοποίησης, ευεξίας κτλ.: Ευχάριστη είδηση / απασχόληση. Tι ευχάριστη έκπληξη! H συντροφιά του είναι ευχάριστη. Ένα ευχάριστο βιβλίο / θέαμα. Zει σε ένα ευχάριστο περιβάλλον. Έκανε ένα ευχάριστο ταξίδι. H θέση του δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Bρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω την επίτευξη συμφωνίας. Είναι ευχάριστο να
Δε μου είναι ευχάριστο να
|| (ως ουσ.) το ευχάριστο: Tο ευχάριστο είναι
Mάθατε τα ευχάριστα; || για κτ. που ικανοποιεί τις αισθήσεις: Ευχάριστη μυρωδιά / γεύση. Ήχοι ευχάριστοι στην ακοή. β. για κπ. του οποίου η προσωπικότητα ή η συμπεριφορά δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα σε κπ. άλλον: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Mια ευχάριστη συντροφιά. Προσπαθεί να γίνεται ~ σε όλους. || Έχει ένα πολύ ευχάριστο πρόσωπο.
ευχάριστα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~. Bιβλίο που διαβάζεται ~. ευχαρίστως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὐχάριστος `ευγνώμονας΄ & σημδ. γαλλ. agréable]