Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφωνικός -ή -ό [efonikós] Ε1 : (γραμμ.) χαρακτηρισμός συμφώνων που αναπτύσσονται χάριν ευφωνίας: Ευφωνικό ν, που μπαίνει στο τέλος μιας λέξης, όταν η επόμενη αρχίζει από φωνήεν, π.χ. «έναν άνθρωπο». Ευφωνικό γ, ανάπτυξη ενός γ, ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, π.χ. «έκλαιε > έκλαιγε», «αέρας > αγέρας».
[λόγ. ευφων(ία) -ικός]