Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφωνία η [efonía] Ο25 : (γραμμ.) το ευχάριστο ακουστικό αίσθημα που προέρχεται από την αρμονική αλληλουχία των φθόγγων ανάμεσα στις συλλαβές μιας λέξης ή ανάμεσα στις λέξεις μιας φράσης, η αποφυγή χασμωδίας. ANT κακοφωνία. (λόγ. έκφρ.) χάριν ευφωνίας, για ευφωνία: Στη λέξη “αγέρας” έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στα [a] και [e] ένα [j] χάριν ευφωνίας.
[λόγ. < ελνστ. εὐφωνία `αρμονικός λόγος΄, αρχ. σημ.: `καλή ποιότητα φωνής΄ σημδ. γαλλ. euphonie (στη νέα σημ.) < υστλατ. euphonia `γλυκύτητα προφοράς΄ < ελνστ. εὐφωνία]