Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευφυής, επίθ.
-
- Έξυπνος:
- (Λίμπον. 143).
[αρχ. επίθ. ευφυής. Η λ. και σήμ.]
- Έξυπνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφυής -ής -ές [efiís] Ε10 : ΣYN έξυπνος. 1α. για πρόσωπο που έχει μεγάλες νοητικές ικανότητες, που έχει ευφυΐα: Είναι πολύ ~. Είναι ένα ευφυέστατο παιδί. Δεν είναι ιδιαίτερα ~, ειρωνικά, για κπ. που είναι πολύ κουτός. Εσύ, ένας ~ άνθρωπος, πώς έπεσες θύμα αυτού του απατεώνα; β. για κτ. που ανήκει ή που ταιριάζει σε έναν ευφυή άνθρωπο ή που προέρχεται από αυτόν. ANT βλακώδηςα: Έχει ένα ευφυές βλέμμα / πρόσωπο. Mια ~ ιδέα / σύλληψη. Ένα ευφυές σχέδιο. 2. για ζώο που έχει σχετικά αναπτυγμένη αντίληψη, μνήμη και ικανότητα επικοινωνίας με τον άνθρωπο.
(λόγ.) ευφυώς ΕΠIΡΡ: ~ έπραξε, όταν αρνήθηκε τη συμμετοχή. [λόγ. < αρχ. εὐφυής, εὐφυῶς]