Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφυΐα η [efiía] Ο25α : 1.(χωρίς πληθ.) η ικανότητα ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται με ταχύτητα, να κρίνει σωστά και να ενεργεί αποτελεσματικά· εξυπνάδα: Ο Έλληνας διακρίνεται για την ~ του. (έκφρ.) έχω την ~ να
, αντιδρώ, συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Είχε την ~ να λάβει εγκαίρως τα μέτρα του. || νοημοσύνη: Δείκτης / τεστ ευφυΐας. Άτομο μέτριας / ανώτερης ευφυΐας. Πηλίκο* ευφυΐας. 2α. για άνθρωπο πολύ ευφυή: Aυτό το παιδί είναι ~. β. (ειρ.) ανόητα ή άστοχα λόγια ή συμπεριφορά· εξυπνάδα2: Tι ~ ήταν πάλι αυτή που είπες! Άσε τις ευφυΐες.
[λόγ. < αρχ. εὐφυΐα `ευχέρεια στη μάθηση΄ & σημδ. γαλλ. intelligence]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευφυΐα η.
-
- Εξυπνάδα:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 97).
[αρχ. ουσ. ευφυΐα. Η λ. και σήμ.]
- Εξυπνάδα: