Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφροσύνη η [efrosíni] Ο30 : (λόγ., λογοτ., εκκλ.) συναίσθημα ήρεμης και βαθιάς χαράς: ~ και θαυμασμό νιώθουμε μπροστά στο ωραίο. H γέννηση του Xριστού έφερε στον κόσμο χαρά και ~.
[λόγ. < αρχ. εὐφροσύνη]