Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευφραντικός, επίθ.
-
- Που ευφραίνει·
- (εδώ γραμμ. προκ. για επιρρήματα) που δηλώνει μεγάλη ευχαρίστηση:
- (Σοφιαν., Γραμμ. 82).
- (εδώ γραμμ. προκ. για επιρρήματα) που δηλώνει μεγάλη ευχαρίστηση:
[μτγν. επίθ. ευφραντικός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Που ευφραίνει·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφραντικός -ή -ό [efrandikós] Ε1 : που ευφραίνει: Ευφραντικά ποτά. || (ως ουσ.) τα ευφραντικά, αρτύματα, ποτά, καφές κτλ.
ευφραντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐφραντικός `χαρούμενος΄ κατά τη σημ. της φρ. οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου]